Η προσπάθεια του ανθρώπου να ορίσει μονάδες μέτρησης χρόνου μεγάλης κλίμακας, όπως το έτος και τα πολλαπλάσιά του, ανάγεται στα πρώτα ιστορικά χρόνια. Το σημαντικότερο νοητικό εργαλείο που χρησιμοποίησε ο άνθρωπος προκειμένου να επιτύχει αυτόν το στόχο ήταν η διαισθητική ενότητα και σχέση που ανέπτυξε ανάμεσα στις έννοιες χρόνος και ρυθμός. Η δυνατότητα μέτρησης μεγάλων μονάδων χρόνου, στηρίχτηκε εξ αρχής στην ανακάλυψη της περιοδικότητας συγκεκριμένων αστρονομικών φαινομένων. Η μελέτη της περιοδικότητας των ουράνιων αλλά και των γήινων φαινομένων, όπως οι εποχές, μέσω λεπτομερών και μακροχρόνιων καταγραφών, γέννησε την έννοια του Ημερολογίου.
Για μια μεγάλη χρονική περίοδο οι Κλιματολογικές Εποχές ήταν μιά πολύ σημαντική μονάδα μέτρησης χρόνου επειδή έπαιζαν σπουδαίο ρόλο στην κοινωνική συγκρότηση εκείνης της περιόδου. Η πρόβλεψη των εποχών έδινε στον άνθρωπο την δυνατότητα να προβλέπει και να αντιμετωπίζει φυσικά φαινόμενα, όπως οι βροχές και η ξηρασία ή να προσδιορίζει περιόδους όπως της σποράς και του θερισμού. Με το πέρασμα του χρόνου όμως διαπιστώθηκε ότι δεν μπορούσε να καθοριστεί ακριβώς ο χρόνος έναρξης κάθε εποχής, γιατί μία τέτοιου είδους μέτρηση βασισμένη στα κλιματολογικά φαινόμενα ήταν ασαφής και ακανόνιστη. Για τον λόγο αυτό οι ανθρώπινες κοινωνίες στράφηκαν σε πιο σταθερά φυσικά φαινόμενα πάνω στα οποία στήριξαν την δημιουργία των ημερολογίων. Ενα από αυτά τα φαινόμενα ήταν η ανατολή και η δύση κάποιων λαμπρών άστρων.
Οι Αιγύπτιοι και οι Χαλδαίοι χρησιμοποιούσαν 36 λαμπρά άστρα που η ανατολή τους σηματοδοτούσε την έναρξη 36 δεκαημέρων του έτους (36χ10=360 ημέρες). Οι αρχαίοι Έλληνες την εποχή του Ησίοδου (8ος π.Χ. αιώνας), πριν από τον σχηματισμό του κανονικού τους ημερολογίου, χρησιμοποιούσαν τα άστρα σαν μονάδα μέτρησης του χρόνου. Ο Ησίοδος στο "Εργα και Ημέραι", αναφέρει ως περίοδο θερισμού την εποχή που πρωτοεμφανίζονταν στον ουρανό οι Πλειάδες, η γνωστή Πούλια, ως χρόνο οργώματος την περίοδο λίγο μετά την παροδική εξαφάνιση των Πλειάδων ή ως περίοδο τρύγου την εποχή που ο Αρκτούρος ανατέλλει την ίδια περίπου στιγμή με τον Ηλιο. Όμως και αυτός ο τρόπος μέτρησης του χρόνου με τον καιρό ξεπεράστηκε. Οι αστρικές παρατηρήσεις λόγο των καιρικών συνθηκών δεν ήταν πάντα εφικτή. Για να λυθεί το πρόβλημα αυτό, αλλά και για άλλους μυστηριακούς λόγους, η δημιουργία των ημερολογίων στηρίχτηκε στην περιοδικότητα του Ήλιου μέσα από τα ημερονύκτια και στις περιοδικές φάσεις της Σελήνης.
Ο χρόνος που απαιτείται για να ολοκληρωθεί ένας σεληνιακός κύκλος είναι πάντοτε 29,5 ηλιακά ημερονύκτια.
Ετσι ανακαλύφθηκε μία νέα μονάδα χρόνου που ήταν ο σεληνιακός ή συνοδικός μήνας. Με βάση τα σεληνιακά φαινόμενα επίσης ανακαλύφθηκε και μία δεύτερη χρονική μονάδα που ήταν η εβδομάδα των 7 ηλιακών ημερονυκτίων και 9 περίπου ωρών, χρόνος μέσα στον οποίο εξελίσσεται κάθε σεληνιακό τέταρτο. Η επιμονή όμως των αστρολόγων της εποχής εκείνης να προσπαθούν να ορίζουν τις διάφορες σεληνιακές περιόδους ως ακέραια πολλαπλάσια ηλιακών ημερονυκτίων, είχε ως αποτέλεσμα η περίοδος ενός ηλιακού έτους να υπερέχει της περιόδου των 12 σεληνιακών μηνών. Έτσι δημιουργήθηκε η ανάγκη μιάς περιοδικής διόρθωσης των σεληνιακών ημερολογίων με την παρεμβολή κάποιων εμβόλιμων σεληνιακών μηνών. Με το πέρασμα του χρόνου και όταν οι ανθρώπινες αστρονομικές δυνατότητες μπόρεσαν να μελετήσουν και να μετρήσουν με ακρίβεια την ετήσια φαινόμενη κίνηση του Ήλιου πάνω στο Ζωδιακό Κύκλο κατά μήκος της εκλειπτικής, τα σεληνιακά ημερολόγια αντικαταστάθηκαν από τα ηλιακά που ήταν αναμφίβολα πιό λειτουργικά, χωρίς όμως να χαθούν τελείως τα στοιχεία των σεληνιακών ημερολογίων.
Μέσα από αυτή την μικρή ιστορική αναδρομή στην δημιουργία των ημερολογίων και αν λάβουμε υπόψη μας ότι αν και επικράτησαν τα σεληνιακά και τα ηλιακά ημερολόγια πολλοί πολιτισμοί συνέχισαν να χρησιμοποιούν παράλληλα και παλαιότερες μονάδες χρόνου βασισμένες στις κλιματολογικές συνθήκες και στην περιοδικότητα κάποιων λαμπρών αστέρων, μπορούμε να καταλάβουμε ότι η παρατήρηση και η μέτρηση αυτών των χρονικών κύκλων δεν είναι απλή. Επίσης πρέπει να λάβουμε υπόψη μας την θρησκευτική παρέμβαση στην κατάρτιση των ημερολογίων, αφού ο Ήλιος, η Σελήνη, τα άστρα και οι πλανήτες αποτελούσαν αντικείμενα θρησκευτικής λατρείας, όπως επίσης και τα πολιτιστικά, πολιτικά, ιστορικά και κοινωνικά δεδομένα των αντίστοιχων κοινωνικών περιόδων. Μελετώντας λοιπόν την ιστορία της γέννησης και της εξέλιξης των ημερολογίων, δεν ανατρέχουνε μονάχα στην προσπάθεια του ανθρώπου να δαμάσει και να χρησιμοποιήσει την έννοια της ροής του χρόνου, αλλά αντιλαμβανόμαστε ότι η ιστορία των ημερολογίων είναι κυρίως μιά περιήγηση στην τέχνη, στον πολιτισμό και γενικά στην επιστήμη των λαών που τα δημιούργησαν.