Αν ο άνθρωπος είναι όντως ένα αιώνιο ον, τότε γιατί πεθαίνουμε; Και αν όντως γεννιέται ξανά και ξανά ζώντας κάποτε μέσα σε ένα σαρκίο και κάποτε σαν ένα αερικό σε μια άλλη διάσταση, τι λόγο έχει να αλλάζει αυτές τις καταστάσεις ζωής;
Υπάρχουν φορές που αναρωτιόμαστε αν υπάρχει ζωή μετά το θάνατο ή αν ήρθαμε τυχαία σε αυτό τον κόσμο χωρίς κάποιον απώτατο σκοπό ή νόημα. Προαιώνια ερωτήματα που απασχολούν τον άνθρωπο από τη στιγμή που είδε το θάνατο να συμβαίνει μπροστά στα μάτια του. Αυτός ο φόβος για το άγνωστο, για το τέλος, για το σκοτάδι είναι που ταλανίζει την ανθρώπινη σκέψη αιώνες τώρα.
Κι όμως ο θάνατος είναι κάτι με το οποίο μαθαίνουμε να ζούμε από την αρχή του ερχομού μας σε αυτή τη διάσταση ζωής. Όλα γύρω μας πεθαίνουν κάποια στιγμή ακόμα και αν δεν το κάνουν με τη συμβατική έννοια του όρου.
Μια μέρα που φτάνει στο τέλος της και βυθίζεται στο σκοτάδι, ο χειμώνας που κάνει τη φύση να ερημώνει, ένας καρπός που ωρίμασε και πέφτει από το κλαδί, μια σχέση που τελειώνει, το παιδί που μεγαλώνει και αφήνει πίσω του την περίοδο της αθωότητας, ακόμα και το βράδυ που παραδινόμαστε στη γλύκα του ύπνου... όλοι αυτοί είναι μικροί, καθημερινοί θάνατοι. Ο θάνατος, το τέλος, δεν φαίνεται να είναι τίποτε άλλο παρά μια φυσική συνέπεια της ίδιας της γέννησης και της εξέλιξής της σε μια ζωή που αρχικά εμφανίζεται δειλά, στη συνέχεια δυναμώνει και ακμάζει, ώσπου στο τέλος ωριμάζει και τελειώνει.
Όμως πραγματικά τελειώνει; Κάθε νύχτα ακολουθείται από μια νέα αυγή, κάθε χειμώνας προετοιμάζει μια άνοιξη, κι ο καρπός αφήνει το κουκούτσι του στο χώμα για να φυτρώσει ένα νέο δέντρο, κάθε σχέση μάς δίνει μαθήματα για να φτιάξουμε μια νέα, καλύτερη, και κάθε ενήλικας κουβαλάει μέσα του εκείνο το παιδί... και φυσικά, κάθε που κοιμόμαστε ξυπνάμε με την φρεσκάδα της νέας μέρας, της νέας αρχής.
Όλα τα πράγματα γύρω μας και μέσα μας φαίνονται να ακολουθούν αυτή τη νομοτέλεια, αυτή την εναλλαγή του Γιν και του Γιανγκ (για τους Ταοϊστές). Τίποτε δεν είναι μόνο μαύρο ή μόνο άσπρο και τίποτα δε μένει στάσιμο αλλά ούτε και προχωράει μόνο μπροστά. Η ζωή ακολουθεί έναν ρυθμό, ένα είδος ανάσας (εισπνοή-εκπνοή). Όλοι οι παραδοσιακοί χοροί που συμβολίζουν τον κύκλο της ζωής ακολουθούν ένα μοτίβο: κυκλική κίνηση με το σχήμα 2 βήματα μπρος και 1 πίσω. Σε ακόμα πιο μυστηριακούς χορούς που χορεύονταν σε μυητικές τελετές, αυτή η κίνηση γίνεται σπειροειδώς. Κάθε βήμα φέρνει τον κύκλο πιο κοντά στο κέντρο του, στον καθαυτό λόγο ύπαρξης του κύκλου, επειδή ένας κύκλος αρχίζει να υπάρχει από τη στιγμή που θα ορίσουμε ένα κέντρο.
Και ο άνθρωπος είναι ένας χορευτής αυτού του μεγάλου κύκλου της Ζωής του Κόσμου. Προς τι όμως όλη αυτή η κίνηση; Υπάρχει ένας απώτατος σκοπός, ένας δρόμος και ποιος είναι αυτός; Οι Ινδοί φιλόσοφοι το ονομάζουν Δάρμα, οι Κινέζοι Ντο και ο Καζατζάκης «τον πιο κακοτράχαλο ανήφορο» που πρέπει να βαδίσει κανείς για να συναντήσει το θεό...
Όλοι μιλούν για ένα μονοπάτι που υπάρχει μέσα στην ψυχή του κάθε ανθρώπου και που αν το βαδίσει σωστά τον οδηγεί στο δικό του κέντρο, στη δική του αλήθεια, στην εσωτερική του πηγή, στο πνεύμα του και τότε γίνεται αθάνατος.
Είναι το μονοπάτι που περνάει μέσα από πολλούς θανάτους και ξαναγεννήσεις, εσωτερικές και εξωτερικές, προκειμένου να καταφέρει ο άνθρωπος να τιθασεύσει το νου του. Αυτόν που τον πλανεύει και τον οδηγεί μακριά από το κέντρο του κάνοντάς τον να νομίζει ότι η ευτυχία εξαρτάται από τα υλικά, εκείνα που είναι από τη φύση τους «μικρά», φθαρτά και θνητά. Ο άνθρωπος παλεύει να ικανοποιήσει επιθυμίες, απωθημένα, αγωνίζεται να κρυφτεί από τους φόβους και τις αδυναμίες του για να επιτύχει μια αιώνια καλοπέραση που όμως ποτέ δεν καταφέρνει να κορεστεί... πάντα ένα μικρό ή μεγάλο ζώο μέσα του πεινάει και φωνάζει.
Υπάρχει όμως ακόμα μια φωνή μέσα του, πιο ευγενική και πιο σοφή, εκείνη που τον καλεί να αποδεσμευτεί από τις κακές συνήθειες, να αντιπαλέψει τις αδυναμίες του, να αντιπαρατεθεί με τους φόβους του, να συμφιλιωθεί με το θάνατο, να διδαχτεί από τον πόνο. Κι έτσι ο άνθρωπος γίνεται ένας μικρός μαθητής που αντιμετωπίζει το κάθε γεγονός στη ζωή του σα μια ευκαιρία για να γίνει καλύτερος και για να μάθει να ακούει πιο καθαρά την πνευματική του φωνή. Μέχρι που να γίνει ένας ήρωας που καταφέρνει οριστικά τη Νίκη πάνω σε κάθε τι που τον κάνει να πεθαίνει, πάνω σε κάθε τι που τον αλλοιώνει και τον φθείρει, τη νίκη πάνω στο θάνατο, και να κατοικήσει σε μια άλλη διάσταση στα Ηλύσια Πεδία, στη Νιρβάνα, στη Βαλχάλα των Ηρώων και να κατακτήσει το σκοπό του, τη Νίκη πάνω στον κατώτερο εαυτό του και την κατάκτηση του πραγματικού, του Ανώτερου Εαυτού.
Καταλαβαίνουμε, λοιπόν, και βιωματικά το αισθανόμαστε, πως υπάρχουν 2 κομμάτια μέσα στον ίδιο άνθρωπο: αυτό που επιθυμεί να βρίσκεται μέσα στην ύλη και αυτό που έλκεται από το πνεύμα. Το υλικό μέρος θέλγεται από την ενσαρκωμένη ζωή ενώ το πνευματικό έλκεται από τη ζωή στην πνευματική διάσταση. Κάθε φορά που νικάει η επιθυμία για υλική ζωή, η ψυχή ενσαρκώνεται και αυτό θα γίνεται συνέχεια μέχρι να συνειδητοποιήσει ο άνθρωπος, μέσα από το θάνατο, την προσωρινότητα της ύλης και να επιλέξει να δει μέσα από αυτήν, την πνευματική ρίζα όλων των πραγμάτων και να θέλει να κατοικήσει στο πραγματικό του σπίτι.
Η πνευματική επιλογή δε σημαίνει επ’ ουδενί την εγκατάλειψη της ενσαρκωμένης ζωής. Αντίθετα, ο πνευματικός άνθρωπος ζει μέσα στον κόσμο, αλλά τον απολαμβάνει επειδή κατανοεί και αποδέχεται την πραγματική του φύση και δεν εξαρτάται, δεν αλυσοδένεται από αυτόν. Έτσι, η ύλη όχι απλά δεν αποτελεί εμπόδιο στην εξέλιξη αλλά αντίθετα, του είναι χρήσιμο εργαλείο. Κι έτσι, Ζωή και Θάνατος, Ύλη και Πνεύμα, Θεός και Άνθρωπος συμφιλιώνονται και βαδίζουν μαζί σε αυτό τον αέναο χορό της εξέλιξης και της μιας ΖΩΗΣ που δε νικιέται από κανένα σκοτάδι, κανένα τέλος και κανένα θάνατο!