Μιλώντας για την οικογένεια, ας θυμηθούμε τους πολλούς ορισμούς που έχουν διατυπωθεί γι’ αυτό «το κύτταρο της κοινωνίας» ή καλύτερα «το κύτταρο του Κράτους», που θα έπρεπε να είναι τέτοιο, στο βαθμό που πρόκειται για ένα μικρό πυρήνα οργανωμένο με βάση σκοπούς, οι οποίοι υπερβαίνουν την απλή σαρκική ζωή.
Ωστόσο η Μάγια έχει πλέξει τα δίχτυα της κι έτσι θα περιοριστούμε στο να θεωρήσουμε την οικογένεια σαν ένα κοινωνικό κύτταρο.
Πάντα, εθεωρείτο ότι η οικογένεια είναι το καταλληλότερο μέσο, για να ξεφύγουμε από την κοινωνία: είναι μια μικρή ομάδα με αμοιβαία ανταλλαγή οφελών, όπου έχουν τα πρωτεία εκείνοι οι τόσο σεβαστοί δεσμοί αίματος. Όμως, είναι το αίμα ένας δεσμός με τόσο μεγάλη αξία, ώστε να θεωρείται ως ο μοναδικός και ο καλύτερος; Μήπως η κοινότητα αίματος παράγει μια κοινότητα γούστων, απόψεων, αισθημάτων, ιδεών; Θα μας ευχαριστούσε πολύ ν’ απαντήσουμε ναι. Όμως, η καθημερινή εμπειρία μας δείχνει, εκτός από πολύ σπάνιες περιπτώσεις, εντελώς το αντίθετο.
Είναι η Μάγια αυτή που έχει εμφυσήσει στον ανθρώπινο νου το δυνατό αίσθημα της ενότητας αίματος, καθώς με κάποιον άλλον τρόπο δεν θα βρίσκονταν μέσα, για να παραμένουν οι άνθρωποι μαζί, να έχουν παιδιά και να τα ανατρέφουν για ένα λογικό χρονικό διάστημα. Είναι η Μάγια αυτή που έκανε όλα τα παιδιά να φαίνονται όμορφα, έξυπνα και εφευρετικά από κάθε άποψη. Είναι η Μάγια αυτή που μας κάνει να προσπαθούμε να υπερασπιστούμε πρώτα ό,τι έχει σχέση με την οικογένεια και μετά ό,τι άπτεται του υπόλοιπου κόσμου.
Και η Μάγια ξέρει γιατί παίζει με την οικογένεια: γιατί, αν αυτοί οι μικροί πυρήνες φτάσουν στο κορυφαίο σημείο ανάπτυξής τους, ο άνθρωπος θα είναι καλύτερα προετοιμασμένος, για να ζήσει μαζί με τους άλλους και να εγκαθιδρύσει καλές πολιτείες.
Όμως προς στιγμήν, ενώ παίζουμε σχηματίζοντας οικογένειες, συνεχίζουμε να μαθαίνουμε πώς να ζούμε και τείνουμε να παραβλέψουμε πολλά παράδοξα κι αρρώστιες που πλήττουν το θεμελιώδες μας κοινωνικό κύτταρο. Ωστόσο, για να παίξουμε καλύτερα, ας δούμε ποια είναι τα λάθη που κάνουμε και πώς μπορούμε να τελειοποιήσουμε τη δράση μας, έστω και στον κόσμο της Μάγια.
Καθώς παρασυρόμαστε από την ψευδαίσθηση ότι όλα αγοράζονται και πουλιούνται, ότι όλα έχουν μια τιμή, εφαρμόζουμε αυτή την αντίληψη και στην οικογένεια. Έτσι, η οικογένεια έχει μετατραπεί σε μια από τις τόσες μορφές ιδιοκτησίας: οι γονείς κατέχουν τα παιδιά, ο σύζυγος κατέχει τη σύζυγό του και το αντίστροφο, τα παιδιά «έχουν» τους γονείς τους.
Δεν πρόκειται πια για μια φυσική «συναισθηματική ιδιοκτησία» αλλά για μια κατάσταση πιο περίπλοκη, όταν ο κάτοχος αποβλέπει στο να εκπληρώσει ο κατεχόμενος όλα όσα τού αξιώνει. Αν ο σύζυγος ζητήσει κάτι από τη γυναίκα του, τότε η γυναίκα θα του θυμίσει ότι κι αυτή έχει δικαίωμα να ζητάει. Αν οι γονείς ζητήσουν από τα παιδιά τους να κάνουν το ένα ή το άλλο πράγμα ή να σπουδάσουν εκείνη ή την άλλη επιστήμη, τότε τα παιδιά θα απαντήσουν ότι οι γονείς θα πρέπει να υποχωρούν μπρος στα καπρίτσια τους, καθώς αυτά «δεν τους ζήτησαν να γεννηθούν», «αναγκάστηκαν να έρθουν στον κόσμο».
Μ’ αυτόν τον τρόπο, όλοι ζητάνε, όλοι απαιτούν, όλοι στοχεύουν και ορίζουν την ιδιοκτησία τους, κανένας όμως δεν κάνει τίποτα. Λείπει η αληθινή συντροφικότητα, το αρχέγονο αίσθημα της οικογένειας. Ο καθένας ζητάει μόνο ν’ αποκομίσει οφέλη. Κανένας δε θέλει να δώσει. Κι αν η μητέρα δίνει στο παιδί όλα όσα της επιτρέπει η καρδιά της, είναι γιατί η Μάγια έχει σκεπάσει τα μάτια της μητέρας με τα πιο λεπτά πέπλα, για να συνεχιστεί η ζωή... Ας αφήσουμε να περάσει κάποιος χρόνος και τότε θα δούμε τα πέπλα να σχίζονται λίγο-λίγο, κι αυτό που ήταν μια αδιάσπαστη ενότητα θα αρχίζει να παρουσιάζει ρήγματα, καθώς θα εγείρονται οι αμοιβαίες αξιώσεις που αναφέραμε πριν.
Ενώ παίζουμε σχηματίζοντας οικογένειες, διαπιστώνουμε όλο και πιο συχνά πως υπάρχουν γονείς που δεν έχουν, εκτός από το δεσμό αίματος, κανένα κοινό σημείο με τα παιδιά τους. Από καλλιεργημένους, πνευματώδεις γονείς, οι οποίοι χαίρουν εκτίμησης, δεν αποκλείεται καθόλου να γεννηθεί ένα παιδί άξεστο, που να μην ανταποκρίνεται στην εκπαίδευσή τους. Από γονείς που τους έχει σκληρύνει ο αγώνας για την απόκτηση υλικών αγαθών γεννιούνται ξαφνικά παιδιά με ευαισθησία στην ψυχή και στο σώμα και με δικαιοσύνη.
Η παραδοσιακή ώρα της συγκέντρωσης όλων στο τραπέζι συχνά δεν είναι τίποτε άλλο από ένα αργό βασανιστήριο, όπου ο καθένας δεν ξέρει για τι πράγμα να μιλήσει, το οποίο να μη ξύνει πληγές, κι αυτό μόνο αν υπάρχει κάποια παιδεία. Αντίθετα, η ώρα του φαγητού γίνεται είναι η ώρα του μαλώματος, του άγχους, των αντιπαραθέσεων, των σκληρών λόγων...και της κακής χώνεψης.
Είπαμε ότι, ενόσω παίζουμε σχηματίζοντας οικογένειες, μαθαίνουμε να ζούμε. Ακόμα δεν έχουμε σχηματίσει οικογένειες σε τάξη -στο στυλ του κράτους- αλλά κοινωνικές οικογένειες, όπου επικρατούν οι ανάγκες της επιβίωσης.
Κι εδώ, υπάρχει ένας μεγάλος κίνδυνος: να χαθεί η ιεραρχική τάξη στην οικογένεια. Ούτε οι γονείς είναι γονείς ούτε τα παιδιά είναι παιδιά.
Οι μεν δεν έχουν ηθική δύναμη, για να διαπαιδαγωγήσουν, οι δε δεν έχουν καλά παραδείγματα, για να μάθουν.
Το νερό της μάθησης δεν κυλάει πια από πάνω προς τα κάτω, δεν πηγαίνει από τους γονείς προς τα παιδιά. Η διαπαιδαγώγηση προϋποθέτει μια γενναία δόση αυτοθυσίας, για να λειάνουν οι γονείς τη δική τους προσωπικότητα, ώστε να δίνουν πάντα μια καλή εικόνα στα παιδιά τους.
Και ποιος γονέας είναι διατεθειμένος να θυσιαστεί μέχρι αυτό το όριο; Η μάθηση προϋποθέτει από την πλευρά των παιδιών μια γενναία δόση θαυμασμού προς τους γονείς τους. Όμως τι μπορεί να θαυμάσουν, όταν τους βλέπουν να μαλώνουν συνεχώς, να αφήνουν τα πάθη τους να τους κυριεύουν, να προσπαθούν ν’ αποφύγουν τις ευθύνες τους;
Από εδώ, δεν είναι δύσκολο να οδηγηθούμε σε νέα παράδοξα όταν οι μεγαλύτεροι παίζουν τους νέους, μεταμφιέζονται σαν τέτοιοι, μιλούν με τρόπο που δεν τους αρμόζει, και τους απασχολούν πράγματα που θα έπρεπε ν’ αφορούν μόνο τους εφήβους. Αντίθετα, οι νέοι παίζουν τους ηλικιωμένους φθείροντας τα ρούχα τους, ώστε να φαίνονται φτωχοί και κουρελήδες, βάφοντας τα μαλλιά τους και παίρνοντας ναρκωτικά, για να ξεφύγουν από την «τρομερή ευθύνη που εκπροσωπεί η ζωή»... Φυσικά, μ’ αυτόν τον τρόπο, ούτε οι μεν ούτε οι δε εκπληρώνουν το ρόλο τους στην οικογένεια και στην κοινωνία στην οποία ζουν.
Αυτή η παντελής έλλειψη οργάνωσης, αυτή η οικογενειακή αναρχία, συντελούν, ώστε να μείνει ένα μόνο πράγμα να μοιραστούν μέσα στον κυτταρικό πυρήνα: η έλλειψη σεβασμού.
Μπροστά σ’ αυτό το απογοητευτικό θέαμα και γνωρίζοντας τη Μάγια που ποτέ δεν κάνει λάθος στις ενέργειές της, αναρωτιόμαστε: Πραγματικά έχει χαθεί η οικογένεια ή μήπως βρισκόμαστε μπροστά σε καταστάσεις που προσπαθούν να μοιάσουν με οικογένειες χωρίς να είναι; Εμείς τείνουμε να δεχτούμε το δεύτερο ενδεχόμενο. Πιστεύουμε ότι δε σχηματίζονται όλες οι οικογένειες με κάποιο σημαντικό βαθμό φροντίδας και αφοσίωσης. Όταν ήμασταν παιδιά και παίζαμε τους γονείς, προετοιμάζαμε έναν κατάλληλο χώρο, διαλέγαμε κούκλες, εργαλεία κι όλα τα αναγκαία κατασκευάσματα, για να «οργανώσουμε ένα σπίτι». Τώρα όμως, που είμαστε μεγάλοι, δεν κάνουμε το ίδιο. Έχουμε χάσει την ικανότητα να παίζουμε κι επιπλέον δεν καταλαβαίνουμε και τους λόγους για τους οποίους θα έπρεπε να συμμετέχουμε στο παιχνίδι.
Σε πάρα πολλές περιπτώσεις, οι οικογένειες δημιουργούνται «από τύχη» ή γιατί «πρέπει να παντρευτούμε» ενώ τα παιδιά έρχονται με τη σειρά τους με τον ίδιο νόμο του τυχαίου, που έκανε έναν άντρα και μια γυναίκα να βρεθούν με τέτοιο τρόπο. Τόσο τυχαίο, όπως μπορεί κάποιος να πέσει τυχαία πάνω σε κάποια πέτρα σε μια γωνιά. Όμως, αυτή η τυχαία συνάντηση δεν είναι επαρκής παράγοντας, για να σχηματιστεί μια οικογένεια.
Ξέρουμε ότι για να μπορέσουμε να συγκροτήσουμε έναν ιδεώδη πυρήνα, πρέπει να αντιμετωπίσουμε πολλές δυσκολίες, οι οποίες ξεκινούν από το οικονομικό και φτάνουν στο πνευματικό επίπεδο, από την έλλειψη των μέσων, για να συντηρηθεί ένα σπίτι, μέχρι το φόβο μπροστά σε μια ολοκληρωμένη συνύπαρξη. Όμως, όλες αυτές οι δυσκολίες ξεπερνιούνται, όταν έχουμε μια στέρεη και σίγουρη θέληση να κάνουμε οικογένεια.
Ακόμα κι ο πιο ταπεινός τεχνίτης φαντάζεται το έργο του, πριν το δουλέψει με τα χέρια του. Γιατί λοιπόν να μη σχεδιάζουμε κάτι τόσο σημαντικό, όπως το έργο τέχνης της οικογένειας;
Αν η Μάγια θέλει να διαιωνίζει και να πολλαπλασιάζει τα σώματα και προστατεύει την οικογένεια με αυτό το σκοπό, αυτή δεν εμποδίζει τις ψυχές να ενώνονται με τα σώματα. Δεν έχει την πρόθεση η ενότητα αίματος να εκμηδενίσει την άλλη φιλοσοφική ενότητα κατά την οποία η οικογένεια δονείται με τις ίδιες ιδέες, σέβεται τις προσωπικότητες όλων και συνεργάζεται αρμονικά σε μια συμπληρωματική δουλειά μείζονος σπουδαιότητας: στη διαδικασία κατά την οποία το μικρό κράτος δημιουργήσει το Μεγάλο Κράτος, όπου από το μικρό κύτταρο συντίθεται το Σώμα της Ανθρωπότητας.
Σ’ αυτή την ειδική μορφή οικογένειας ο πατέρας εκπαιδεύει, γιατί πριν, έχει εκπαιδευτεί ο ίδιος. Το παιδί μαθαίνει από τον πατέρα του με τον ίδιο θαυμασμό με τον οποίο μπορεί να κοιτά τα αστέρια στον ουρανό. Ο πατέρας ξέρει από την πείρα του τον κατάλληλο τρόπο, για να εξηγεί τα πράγματα, και το παιδί έχει την υπομονή να επιβάλλει στη νεότητά του να τα μαθαίνει όλα τη στιγμή που πρέπει... Τα αδέρφια αγαπιούνται, γιατί μοιράζονται κάτι περισσότερο από την ίδια στέγη. Η γενική συνύπαρξη υλοποιείται με ένα δούναι και λαβείν με την ίδια χαρά και με το να γνωρίζουν από κοινού τι σημαίνει να είναι κανείς ζωντανός, να μεγαλώνει, να μπορεί να εκπληρώνει όλα όσα ονειρεύεται. Έτσι, κι όχι με άλλη μορφή, η Μάγια σχηματίζει οικογένειες με όλους τους ανθρώπους που παίζουν στα δίχτυα της.
Από το βιβλίο "Παιχνίδια στον Καθρέπτη"