Ο Χρυσός Όνος

Το ενδιαφέρον του Λεύκιου Απουλήιου (2ος μ.Χ. αιώνας) για τον μυστικισμό φαίνεται από το πρώτο του έργο, που είχε τον χαρακτηριστικό τίτλο «De Magia». Ωστόσο, οι «Μεταμορφώσεις», που έγιναν περισσότερο γνωστές με τον τίτλο «Ο Χρυσός όνος», αποτελούν παρακαταθήκη αρχαιότερης ελληνικής γνώσης, μέρος της οποίας υποκρύπτεται στο έργο «Λούκιος ή Όνος» του λεγόμενου σατυρικού συγγραφέα Λουκιανού, ο οποίος παρώδησε ένα χαμένο έργο του Λούκιου Πατρέα με τον τίτλο «Μεταμορφώσεων Λόγοι Διάφοροι». Από ότι διέσωσε ο Πατριάρχης Φώτιος, ο Λουκιανός «είχε πηγή και ρίζα «Τα Υπέρ Θούλην Άπιστα» του Αντώνιου Διογένη», δηλαδή στηρίχτηκε σε παραδοσιακό υλικό.

Ο «Λούκιος ή Όνος» είναι ένα σύντομο μυθιστόρημα 35 περίπου σελίδων, έναντι 277 του Απουλήιου. Οι προσθήκες του Λατίνου συγγραφέα είναι ακριβώς τα πιο ενδιαφέροντα στοιχεία.

Η υπόθεση του έργου αναφέρεται στον Λούκιο Πατρέα, που έφτασε με τον υπηρέτη του από την Πάτρα στα Ύπατα (Υπάτη) που υπάγονταν στη Θεσσαλία. Επειδή οι μάγισσες της Θεσσαλίας ήταν φημισμένες για τις μεταμορφώσεις τους πήγε μέχρι εκεί για να διαπιστώσει αν με τη μεταμόρφωση του σώματος μεταμορφώνεται και η ψυχή. Η οικοδέσποινα που τον φιλοξένησε ήταν μάγισσα. Με τη βοήθεια τη υπηρέτριάς της Παλαίστρας, που τον μύησε πρώτα στα μυστικά του έρωτα, είδε πως μεταμορφώθηκε η οικοδέσποινα σε κόρακα και ζήτησε να κάνει κι αυτός το ίδιο. Ωστόσο, χρησιμοποιήθηκε λάθος αλοιφή και μεταμορφώθηκε σε όνο, με ψυχή όμως ανθρώπινη. Με τη νέα του μορφή ο Λεύκιος αλλάζει αρκετές φορές αφεντικά και του τυχαίνουν ένα σωρό παράδοξες και ταπεινωτικές περιπέτειες, καθώς ψάχνει συνέχεια να βρει ρόδα (τριαντάφυλλα) για να φάει, αφού μόνο με αυτά θα ξανάβρισκε την ανθρώπινη μορφή του. Στο τέλος τα βρίσκει και επανέρχεται στην αρχική μορφή του.

Στον Απουλήιο εισάγονται κι άλλα ενδιαφέροντα στοιχεία. Ο Λεύκιος αιχμαλωτίζεται από ληστές και ακούει μια γερόντισσα γυναίκα, που προσπαθούσε να διασκεδάσει μια αιχμάλωτη επίσης από τους ληστές κοπέλα, να αφηγείται τον αρχαίο μύθο για τον Έρωτα και την Ψυχή, όπου η ψυχή απελευθερώνεται με τη βοήθεια του έρωτα.

Αλλά πιο ενδιαφέρον είναι το τέλος που παίρνει η ιστορία. Ο Λεύκιος του Απουλήιου βρίσκει καταφύγιο στη θεά Ίσιδα για να τον βοηθήσει και τα ρόδα, που τόσο τα είχε ανάγκη, τα παίρνει από το στεφάνι που φορούσε μια ιέρεια της θεάς. Από τότε γίνεται πιστός της θεάς και μυείται στο ένα μετά το άλλο σε όλα τα μυστήρια του περίπλοκου ελληνοαιγυπτιακού τυπικού που είχε αναπτυχθεί γύρω από τη λατρεία της. Στο τέλος αποτραβιέται από κάθε εγκόσμια δραστηριότητα. 'Οπως φαίνεται εδώ υπάρχει κάτι παραπάνω από έναν παραδοσιακό μύθο.

Ο Απουλήιος, όπως φαίνεται καθαρά και από το πρώτο του έργο «De Magia», ενδιαφερόταν για τις αρχαίες μυστηριακές θρησκείες και είχε μυηθεί σε ορισμένες λατρείες αυτού του είδους. Δεν υπάρχει τίποτε το περίεργο στο ότι ο Λεύκιος αποσύρεται σε μια ζωή περισυλλογής, ιδιαίτερα μάλιστα στην υπηρεσία μιας θεάς, που η λατρεία της είχε τόσο μεγάλη διάδοση, όπως ήταν η Ίσις.

Η ιστορία αυτή έχει και συνέχεια. Έχει γραφεί ένα ακόμα χριστιανικό μυθιστόρημα, οι «Αναγνωρίσεις» του Κλήμη, το πρώτο του είδους του, που παρουσιάζει μερικές ελαφρές ομοιότητες με το έργο του Απουλήιου. Το έργο έσωσε ο Ρουφίνος, που το μετέφρασε στα λατινικά από το ελληνικό πρωτότυπο, και προφανώς σχετίζεται με μια σωζόμενη ελληνική συλλογή λόγων, γνωστή ως «Ομιλίες του Κλήμη». Ο συγγραφέας δεν είναι άγνωστος, πιστεύεται ότι είναι ο Άγιος Κλήμης της Ρώμης, που ωστόσο λέγεται ότι δεν έγραψε ούτε λέξη της.

Ο Κλήμης, που αναζητεί την αληθινή θρησκεία, απευθύνεται στον Άγιο Πέτρο και εκείνος που μιλάει για μια σημαντική διδασκαλία που πολύ απέχει από την συνηθισμένη ορθή πίστη και επιτρέπει έπειτα στον προσήλυτό του να τον ακολουθήσει στα ταξίδια του και να παρακολουθήσει τις διαμάχες του με τον Σίμωνα το Μάγο. Στο διάστημα των περιπλανήσεών του ο Κλήμης βρίσκει και αναγνωρίζει (από όπου και ο τίτλος «Αναγνωρίσεις») τους γονείς του που τους είχε χαμένους από καιρό.

Η σχέση που μπορεί να είχαν αυτά τα τρία έργα προκάλεσε δεκάδες κριτικές εκδόσεις, γεγονός που δείχνει το μεγάλο ενδιαφέρον των ερευνητών. Τα σημεία αναφοράς των συγγραφέων είναι ο Όνος, η εσωτερική φυτολογία, ο έρωτας της ψυχής με το σώμα και ο φαλλός του όνου.

Η παρατήρηση του Godwin Jocelyn στο έργο του «Μυστηριακές Θρησκείες του Αρχαίου Κόσμου», ότι δηλαδή «ο εσωτερικός Χριστός γεννιέται στην καρδιά, όπου κατοικούν και το καλό και το κακό», αναφέρεται στον Όνο της Φάτνης, ο ποίος συμβολίζει τις αρχαιότερες σκοτεινές δυνάμεις, όπως ο Τυφών-Σετ που είχε τη μορφή του όνου. Χαρακτηριστικό είναι ότι οι πανάρχαιοι ονοματοθέτες των άστρων και των αστερισμών, καταγράφοντας την εσχατολογία της δημιουργίας, παρουσίασαν την Φάτνη και τους Όνους (τον βόρειο και τον νότιο) στον ουρανό, χιλιάδες χρόνια πριν την γέννηση.

apuleioAsino

Δυο είναι και οι όνοι που αναφέρονται στην ιστορία της γέννησης. Ο ένας με τον οποίο η Παναγία πήγε στη Βηθλεέμ, και ο άλλος με τον οποίο πήγε στην Αίγυπτο. Ένας τρίτος όνος, που αναφέρεται στην πορεία του Χριστού προς την Ιερουσαλήμ «επί πώλου όνου», μας οδηγεί στο πνεύμα (ψυχή) ως αναβάτη του σώματος-όνου.

Στις προεκτάσεις των συμβολισμών του όνου και κάτω από τις ιερές καταγραφές του Πλούταρχου για την ιστορία της Ίσιδας και του Όσιρι, οι εκατόμβες όνων των Υπερβορείων προς τον Απόλλωνα επιβεβαιώνουν την παρατήρηση του Jocelyn. Μάλιστα η παρατήρηση αυτή συνδέεται και με την παρθενογένεση του Άρη, ο οποίος συνελήφθη από το ωλένιο άνθος της Αιτωλίας που δεν είναι παρά το κρίνο. Σχετικός είναι και ο μύθος του Νίκανδρου, κατά τον οποίο το άνθος του κρίνου, υπερηφανευόμενο για την λευκότητά του, τιμωρήθηκε από την Αφροδίτη με την τοποθέτηση στο κέντρο του ενός στήμονα που μοιάζει με τον φαλλό του όνου.

Η κατανόηση των ιδεών της εσωτερικής φυτολογίας των αρχαίων Ελλήνων γίνεται πιο βατή στην περιγραφή του λειμώνα της Ήρας από τον Καλλίμαχο. Στον κήπο της θεάς ευδοκιμούσε το ωκύθοον τριπέτηλον, το τρίφυλλο, είδος αγρίου λωτού, πιθανά ο μελίλωτος και, επομένως, συγγενέστατο με τον κρίνο (Βλέπε Ερρ. Στεφ. στο λήμμα «τρίφυλον»).

Το τρίφυλλο, μαζί με την αγρωστίδα, ήταν το αντιπροσωπευτικότερο είδος της ελληνικής πόας.

Αν αναλογιστούμε ότι το τρίφυλλο, μαζί με την αγρωστίδα, ήταν το αντιπροσωπευτικότερο είδος της ελληνικής πόας, θα οδηγηθούμε και πάλι στο Kynodon Daktylon (Κυνόδους ο Δάκτυλος), δηλαδή το βότανο της αθανασίας (βλέπε τεύχος 109), στην ονομασία του οποίου υποκρύπτεται ο Ιδαίος Δάκτυλος Κρινόεις.

Το θέμα των παραπάνω ιστοριών στην ουσία αντικατοπτρίζει την γαμική διάσπαση, την οποία υπαινίσσεται ο Πλάτωνας στον «Ευθύδημο», στο πρόσωπο του κιθαριστή Κόννου, θέμα που έθεσε και στον «Φαίδρο», αναφερόμενος στον έρωτα και στην ψυχή του κόσμου. Από μια άλλη οπτική επίσης θα δούμε τον «κιθαρωδό όνο» των μυστικιστών του μεσαίωνα να αντικατοπτρίζει την εσωτερική διάσταση της διαμάχης Απόλλωνα και Μαρσύα, δηλαδή την αρμονία της ψυχής του κόσμου, όπως εκφράζεται στον πλατωνικό «Τίμαιο». Το ρόδο είναι μια άλλη ιστορία που έχει σχέση με τα αρχαϊκά Μυστήρια της Άκανθας.