ΑΡΘΡΑ
Μια πλούσια αρθογραφία, σχετικά με τη φιλοσοφία, την ψυχολογία, τον εσωτερισμο, την επιστήμη και άλλα ένδιαφέροντα θέματα.
Οι Μεγάλιθοι - Μια Γέφυρα ανάμεσα στον Ουρανό και τη Γη - A'

Όταν μιλάμε για μεγάλιθους, αμέσως έρχεται στο νου μας η εικόνα εκείνων των πελώριων πέτρινων ογκολίθων, ελάχιστα κατεργασμένων, που καρφώνονται στο χώμα, σα να ξεφύτρωσαν από τα άδυτα της Γης. Γεννήματα ενός πανάρχαιου πολιτισμού, του οποίου η προέλευση και τα χαρακτηριστικά παραμένουν ακόμα αινιγματικά, βρίσκονται σκόρπιοι σε όλη την Ευρώπη, σε μεγάλο αριθμό, ξεκινώντας από την Πορτογαλία, Ισπανία, Βόρεια Αφρική, Βρετανία, Γαλλία, Ιταλία, Γερμανία, Ιρλανδία, Αγγλία και Σκανδιναβικές χώρες, αλλά φτάνουν και μέχρι την Ιαπωνία και την Κίνα, περνώντας από τη Ρωσία και την Ινδία, όπου συναντάμε αξιόλογα μεγαλιθικά μνημεία.

Η πυκνότητα της εξάπλωσης των μεγαλιθικών κατασκευών ελαττώνεται καθώς απομακρυνόμαστε από τη Δύση προς τα  βορειοδυτικά, γεγονός που αποτελεί σημαντική ένδειξη ότι εκείνο το πολιτισμικό μεταναστευτικό ρεύμα της προϊστορίας μας ξεκίνησε από τα δυτικά και εξαπλώθηκε προς την Ανατολή και Βορειοανατολικά, δια μέσου πολιτιστικών μεταναστεύσεων. Άλλωστε, κάποιες εκδοχές βασισμένες στην εσωτερική παράδοση αναφέρουν τη χαμένη ήπειρο της Ατλαντίδας, στα δυτικά της Ευρώπης, στη μέση του Ατλαντικού ωκεανού). Για τις μεταναστεύσεις αυτές η Ιστορία σιωπά και μόνο στους αρχαίους μύθους και θρύλους των ιστορικών λαών μπορεί να βρει κανείς τα ίχνη τους. Η αρχαιολογική επιστήμη όμως έχει προσφέρει σημαντικά στοιχεία για την τεκμηρίωση αυτής της θεώρησης. Αντίθετα, η Ιστορία έχει καταγράψει τις μετακινήσεις των λαών που, χιλιάδες χρόνια αργότερα, έγιναν προς την αντίθετη κατεύθυνση, δηλ. από Ανατολή προς Δύση, με τα λεγόμενα ινδο-ευρωπαϊκά μεταναστατευτικά ρεύματα, ένα από τα οποία αποτελούσε ο λαός που είναι γνωστός ιστορικά ως Κέλτες.

Δεν ήταν όμως ο κέλτικος πολιτισμός ο υπεύθυνος για την κατασκευή των μεγαλιθικών μνημείων, τουλάχιστον όσον αφορά μεγάλο μέρος από αυτά. Απλώς ξαναχρησιμοποίησαν και αναβίωσαν την πανάρχαια παράδοση των προγόνων τους.

Δε μπορούμε να ισχυριστούμε ότι οι Κέλτες κατασκεύασαν τους μεγάλιθους στην Ιαπωνία, στην Ινδία ή ακόμα και στην Ελλάδα, με τα λεγόμενα “Δρακόσπιτα” της λαογραφικής παράδοσης, μερικά από τα οποία είναι αληθινά Ντολμέν.

Συγκεκριμένα στη Σαμοθράκη υπάρχουν, μισο-θαμμένοι στο χώμα, μεγάλιθοι παρόμοιας τεχνοτροπίας με αυτούς που βρίσκονται στην Ισπανία, στη Φινλανδία ή στην Ιαπωνία. Κάποιος άλλος πολιτισμός, παγκόσμιας επιρροής, πρέπει να τους κατασκεύασε, πριν εμφανιστούν στην πύλη της ιστορίας οι γνωστοί μας πολιτισμοί. Είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα θεωρία, για την οποία, αν και δεν υπάρχουν αποδείξεις, υπάρχουν όμως αρκετές ενδείξεις. Πολλοί ερευνητές βαδίζουν προς αυτήν την κατεύθυνση.

Παρ’ όλη τη φαινομενική ομοιογένεια στην τεχνοτροπία και στις δομές των μεγαλιθικών κατασκευών, δεν θα πρέπει να πιστέψει κανείς εκ των προτέρων ότι όλοι έχουν την ίδια αρχαιότητα ή ανήκουν στον ίδιο πολιτισμό, γιατί μερικοί από αυτούς αναγέρθηκαν από τους Κέλτες ή από άλλους λαούς, κλάδους του ίδιου ανθρωπολογικού κορμού, σχεδόν σε ιστορικούς χρόνους. Αν και είναι δύσκολο αρχικά, οι διαφορές προβάλλουν γρήγορα μπρος στην έρευνα του ειδικού. Το μέγεθος, η τοποθεσία, οι αστρονομικές και γεωδαιτικές ευθυγραμμίσεις είναι σημαντικά στοιχεία στη διάκρισή τους. Οι πιο αρχαίοι προϊστορικοί μεγάλιθοι βρίσκονται συνήθως σε μέρη ενεργειακά φορτισμένα, όπου υπάρχουν τελουρικά ρεύματα, υπόγεια ποτάμια ή πηγές, χθόνιες δυνάμεις, όπως θα μελετήσουμε αργότερα. Είχαν μια αστρονομική χρήση, όπως έχει πια αποδειχθεί, με βάση τους υπολογισμούς για τις φάσεις και εκλείψεις της Σελήνης, τις ισημερίες και τα τροπές του Ήλιου και άλλων ουράνιων σωμάτων, όπως του πλανήτη Αφροδίτη, των άστρων Σείριου, Ρέγουλου, κλπ. όπως θα δούμε παρακάτω.

Συνήθως είναι πιο μεγάλοι και ακατέργαστοι. Μια όμως πιο λεπτομερής ανάλυση μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ίσως ηθελημένα απέφευγαν οι μυθικοί εκείνοι κατασκευαστές να κατεργαστούν πολύ την πέτρα. Γιατί όμως αυτό; Έχει προταθεί η θεωρία ότι έτσι επιτυγχανόταν η αύξηση της δονητικής ικανότητας της πέτρας και του μνημείου στο σύνολό του. Πράγματι, σε πολλά Ντολμέν, που είναι μια μεγάλη πέτρινη πλάκα στηριγμένη πάνω σε κάθετους ογκόλιθους, μακρόστενους σαν πασσάλους, η οριζόντια τράπεζα δεν στηρίζεται άμεσα πάνω στις κάθετες πέτρες, αλλά ανάμεσα έχουν μπει μικρές στρόγγυλες πέτρες, που βαστούν έτσι όλο το βάρος της πλάκας, το οποίο κυμαίνεται στους 50-60 τόνους, όπως στο ντολμέν της Μάνε-Ριτουάλ Λοκμαριακέρ στο Μορβιχάν της Γαλλίας και τους 300 τόνους, όπως η τράπεζα του Γκάστ στο Καλβαδός. Έτσι, δε χρειαζόταν να λειάνουν τις πέτρες για να εφαρμόσουν. Αυτό θα φαινόταν παράλογο αν δε χρειαζόταν να εφαρμοστεί αυτή η μέθοδος για κάποιο συγκεκριμένο σκοπό. Εξάλλου, αυτό το περίεργο τέχνασμα κράτησε χιλιετίες, διατηρώντας ακέραιο το μνημείο ως σήμερα, ενώ άλλα -ίσως πιο πρόσφατα, κέλτικης καταγωγής- που δεν το εφάρμοσαν καταστράφηκαν από φυσικές συνθήκες, με την πάροδο του χρόνου.

Με τον τρόπο αυτό κατάφερναν να δημιουργούν μια μεγάλη ένταση στις πέτρες, οι οποίες, σαν καλοκουρδισμένες χορδές, μπορούσαν να δονήσουν σαν μουσικά όργανα, ανταποκρινόμενα στους ήχους της φύσης, στα μαγικά τραγούδια και τους χορούς των αρχέγονων εκείνων ιερέων στις τελετουργίες τους. Μπορούσαν επίσης έτσι να ρυθμίσουν καλύτερα την εκπομπή των ενεργειών, όπως της θερμοκρασίας, του ηλεκτρισμού και του φωτός που συσσώρευαν κατά τη διάρκεια της ημέρας, γιατί λειτουργούσαν ως ενεργειακοί συσσωρευτές (γενικό χαρακτηριστικό των μεγάλων πετρωμάτων). Παρ’ όλο που η πέτρα δε θεωρείται καλός ηλεκτρικός αγωγός, μπορούμε να υποθέσουμε ότι η ενέργεια της πρωινής δροσιάς πάνω στις πέτρες θα μπορούσε να τους δώσει μεγαλύτερη αγωγιμότητα.

Σημαντικό ρόλο έπαιζε επίσης η γεωλογική σύνθεση της πέτρας, η κρυσταλλική δομή της, ο τόπος προέλευσής της και το μέρος στο οποίο βρισκόταν τοποθετημένη.

Ακόμα και σήμερα, σε πολλές περιοχές της Ευρώπης, διατηρείται μια αρχαία Παράδοση, κατά την οποία μερικές μεγαλιθικές πέτρες, κυρίως οι κάθετες, που λέγονται Μενίρ, έχουν γονιμοποιητικές και θεραπευτικές ικανότητες  γενικότερα και οι στείρες γυναίκες πήγαιναν και πηγαίνουν ακόμα, κάποιες μέρες του χρόνου, να ακουμπήσουν τα γεννητικά όργανά τους σ’ αυτές, για να γίνουν γόνιμες. Το γεγονός ότι η παράδοση διατηρήθηκε ως τις μέρες μας, μιλάει από μόνο του για την αποτελεσματικότητα της “μεθόδου” αυτής.

Οι κύριοι τύποι των μεγαλιθικών κατασκευών είναι τα λεγόμενα Μενίρ, κάθετες ακατέργαστες πέτρες, καρφωμένες στο χώμα σαν βελόνες (οι οβελίσκοι της προϊστορίας), τα Ντολμέν που ήδη αναφέραμε και τα Κρόμλετς, που είναι κυκλικά ή ορθογώνια και αποτελούνται από ενωμένα Ντολμέν. Υπάρχουν ακόμα μεγαλιθικές στοές, σκεπασμένες με χώμα, όπως της Μέγκα στην Ισπανία, θόλοι (κάθετες πλάκες σε κυκλικό σχήμα, η μια πλάι στην άλλη και σκεπασμένες με μια οριζόντια τράπεζα), Τάουλας (μεγαλιθική κατασκευή σε σχήμα Τ, όπως αυτές στα νησιά Βαλεριάδες της Ισπανίας, κλπ). Επίσης υπάρχουν διάφοροι συνδυασμοί αυτών των μνημείων, που σχηματίζουν ευθυγραμμίσεις, κύκλους, σπείρες και άλλες μορφές, αστρονομικής κυρίως σημασίας. Το καλύτερο δείγμα αυτών των συνδυασμών είναι το περίφημο μεγαλιθικό σύμπλεγμα του Στόουνχεντζ, στα νότια της Αγγλίας, που αποτελεί το σημαντικότερο μεγαλιθικό κέντρο λατρείας της αρχαιότητας. Είναι πιο πρόσφατο από άλλα μεγαλιθικά μνημεία όπως τα απλά Μενίρ και Ντολμέν και αναγέρθηκε σε διαφορετικές φάσεις. Η πρώτη φάση ανάγεται στην 4η χιλιετία π.Χ. όπως έδειξαν οι πρόσφατες αρχαιολογικές έρευνες. Είναι πλέον αποδεκτό ότι εκτός από ένα ιερό για τη λατρεία των θεών των Κελτών από τους Δρυίδες, ήταν και ένα πολύπλοκο αστεροσκοπείο με δυνατότητες αφάνταστες για εκείνη την εποχή μέχρι που ολοκληρώθηκαν οι επιστημονικές έρευνες κατά τις προηγούμενες δεκαετίες. Εκεί μπορούσαν να γίνουν υπολογισμοί σημαντικών αστρονομικών θέσεων του Ήλιου, της Σελήνης και άλλων άστρων. Αλλά για το θέμα αυτό έχουν ήδη ειπωθεί πολλά και θα το αφήσουμε παράμερα, συστήνοντας στον αναγνώστη ν’ ανατρέξει στη σχετική βιβλιογραφία. Αυτό όμως που θα ήθελα να τονίσω είναι κάποιες λεπτομέρειες που αφορούν την ιερή γεωγραφία, μέσα στην οποία εντάσσεται το σύμπλεγμα του Στόουνχεντζ. Για παράδειγμα, το μνημείο σχηματίζει ένα τέλειο ισόπλευρο τρίγωνο με τους αρχαιολογικούς χώρους του OLD SARUM και του GROVELY, που ήταν αξιόλογα κέντρα λατρείας των Δρυίδων. Η ιδέα της προβολής των ευθυγραμμίσεων του Στόουνχεντζ περνάει από σημαντικές μεγαλιθικές εγκαταστάσεις, των οποίων η προέλευση και χρήση μάς διαφεύγει. Μια κάθετη γραμμή από το Στόουνχεντζ που θα κατευθυνόταν προς την Ανατολή, θα έτεμνε το κέντρο μιας αλυσίδας επτά βουνών. Ο άξονας του Βορρά διασχίζεται από το δρόμο του SIBURRY HILL ή Λόφο των Τάφων. Από την άλλη μεριά του άξονα η γραμμή τέμνει το SHAFTES BURG. Πιο βόρεια, μια σειρά αρχαιολογικών χώρων φαίνεται ότι αντιστοιχεί, σύμφωνα με τις έρευνες του Μ.Μόρω, σε πλανητικές προβολές. Πρόκειται για το CASTERLY, που θα ήταν το τετράγωνο του πλανήτη Δία, το MAREDEN, που παριστάνει τον Άρη, το HENOP HILL ή Λόφος του ταξιδιώτη, που συνδέεται με τον Ερμή, το RUCHER SILBURY που αντιστοιχεί στη Γη, το AVEBURY σε σχέση με τον Ήλιο και την Σελήνη και τέλος το WINTERTON, το θηλυκό κύκλο του πλανήτη Αφροδίτη. Το έβδομο κέντρο θα ήταν το ίδιο το Στόουνχεντζ ή Καρ Γκαούρ, ο κύκλος του χρόνου, σε σχέση με τον Κρόνο, για τους υπολογισμούς των χρονικών κύκλων του ουρανού.

Όλα αυτά δείχνουν την ύπαρξη μιας ιερής γεωγραφίας στον κέλτικο κόσμο με παλαιότερη ακόμα προέλευση, όπως συμβαίνει και στον Ελληνικό χώρο, στην Αίγυπτο και σε άλλες χώρες όπου αναπτύχθηκαν μυστηριακοί πολιτισμοί. Εκεί η τοποθέτηση, η εγκατάσταση και οι αποστάσεις των διαφόρων κέντρων λατρείας, υπάγονταν σε ακριβείς κανόνες που λάμβαναν υπόψη γνώσεις αστρονομίας, γεωμετρίας, γεωδαισίας, μουσικής και αριθμητικής, ακόμα και οπτικής.

Ahu TongarikiΕπρόκειτο για μια αρχέγονη επιστήμη, κοινή στα ιερατεία των διαφόρων εκείνων πολιτισμών, που επέτρεπε την αναπαραγωγή του Ουράνιου Χάρτη, των αστερισμών και των πλανητών στην επιφάνεια της Γης. Η διατήρηση αυτής της γνώσης σε απόκρυφες αδελφότητες, ακόμα και μέχρι την εποχή του ευρωπαϊκού Μεσαίωνα, φαίνεται βέβαιη. Πράγματι, τον 12ο αιώνα, μέσα στο σκοταδισμό του Μεσαίωνα, που ακολούθησε την κατάρρευση της αυτοκρατορίας του Καρλομάγνου, αναδύεται ξανά με την καθοδήγηση της μυστηριώδους προσωπικότητας του μοναχού -πρώην αριστοκράτη- Βερνάρδου του Κλαιρβώ, εκείνη η αρχαία γνώση. Έτσι βλέπουμε να κατασκευάζονται χριστιανικοί ναοί στη Γαλλία -αργότερα και σε άλλες χώρες- που οι τοποθεσίες τους στο έδαφος αναπαριστάνουν ορισμένους αστερισμούς του ουρανού, όπως της Παρθένου -σχετικά με την λατρεία της Μεγάλης Μητέρας ή της Παναγίας- της Μεγάλης και Μικρής Άρκτου και του Ζωδιακού. Ο Βερνάρδος, μεταρρυθμιστής του παλαιοχριστιανικού τάγματος των Βενεδικτίνων, ιδρυτής του μοναχικού τάγματος του Κίστερ, εμπνευστής του πολεμικού τάγματος των Ιπποτών του Ναού και συντονιστής των ταγμάτων των Κατασκευαστών Τεκτόνων -που ανέλαβαν το έργο της ανέγερσης των ναών εκείνων, καθώς και των μεταγενέστερων Γοτθικών, υψηλής αρχιτεκτονικής τεχνοτροπίας- κατόρθωσε να αξιοποιήσει θαυμάσια την αρχαία παράδοση και αναβίωσε την μυθική γνώση των Δρυίδων, προσαρμόζοντάς την στη νέα θρησκεία. Με τη βοήθεια των ταγμάτων του, αληθινών Ζωντανών Δυνάμεων της Φύσης με ανθρώπινη μορφή, για μια ακόμα φορά ο Ουρανός κατέβηκε και γονιμοποίησε τη Γη, δημιουργώντας μια νέα πνευματική πνοή σε ολόκληρη την Ευρώπη.

 

ΤΟ ΑΙΝΙΓΜΑΤΙΚΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΤΩΝ ΚΕΛΤΩΝ

Αν επιχειρήσουμε να διεισδύσουμε, έστω και λίγο, στο μυστήριο του πολιτισμού που κατασκεύασε τους αρχαίους μεγάλιθους, αναγκαστικά θα χρειαστεί να περάσουμε από τον κέλτικο λαό. Αν και οι ίδιοι δεν κατασκεύασαν τους μεγαλύτερους και παλαιότερους μεγάλιθους, συνέχισαν όμως αυτήν την παράδοση, και μας μετέδωσαν αρκετά στοιχεία για τους άγνωστους προκατόχους τους. Η γνώση για τα έθιμα και τις παραδόσεις τους μας έχει έρθει με έμμεσο τρόπο, γιατί τη γραφή τη χρησιμοποιούσαν μονάχα για τις μεγάλες αποφάσεις και τη δρυιδική μαθητεία.

Οι πηγές που διαθέτουμε είναι λοιπόν κυρίως 5 ειδών:

- τα γραπτά της αρχαιότητας (κυρίως του Ιουλίου Καίσαρα, από το έργο του «DE BELLO GALLICO» 

- η Αρχαιολογία

- η Εικονογραφία

- η Νησιώτικη λογοτεχνία, κυρίως της Ιρλανδίας

- η Λαογραφία και οι προφορικές παραδόσεις

Οι ίδιοι οι Δρυίδες, οι ιερείς των Κελτών, ισχυρίζονταν ότι προέρχονταν από τρεις διαφορετικούς τόπους: μερικοί ήταν αυτόχθονες, άλλοι είχαν έρθει πολύ παλιά από τα μεγάλα νησιά (Ατλαντίδα;) και άλλοι από τα βορειοανατολικά της Ευρώπης (Ινδο-Άρια μετανάστευση από την έρημο Γκόμπι;). Παρ’ όλες τις υποθέσεις, τα ερωτηματικά δεν έχουν ακόμη λυθεί ικανοποιητικά και ίσως η απάντησή τους θα θέσει μεγαλύτερα αινίγματα.

Σχετικά με τους αυτόχθονες και τους νησιώτες μπορούμε να συμπεράνουμε βάσιμα ότι οι Δρυίδες ήδη υπήρχαν στην Ευρώπη όταν ήρθαν οι Κέλτες, όπως και οι μεγάλιθοι, που είναι επίσης πολύ προγενέστεροι, αν και ξέρουμε ότι οι Κέλτες συνέχισαν όχι μόνο να χρησιμοποιούν τα παλιά μνημεία, αλλά και να φτιάχνουν τα δικά τους μεγαλιθικά συμπλέγματα, όπως ήδη αναφέραμε.

Η προέλευση των κεντροευρωπαίων Κελτών τοποθετείται επίσημα στη Βοημία και τη Μοραβία, γύρω στους 8-9 αιώνες π.Χ., αν και από πολύ παλιότερα τους συναντάμε, με άλλες ονομασίες, στην ανατολική Ευρώπη, καθώς ο κεντρικός τους ανθρωπολογικός κορμός ταιριάζει με τις πρώτες ιστορικές ινδοευρωπαϊκές μεταναστεύσεις από την Κεντρική Ασία. Είναι υποθέσεις, αν και αρκετά ενδιαφέρουσες και θεμελιωμένες, γιατί τα ιστορικά στοιχεία που διαθέτει ο επιστήμονας σήμερα δεν επαρκούν για κάποιες ακριβέστερες γνώσεις. Ξέρουμε όμως ότι όταν αναπτύσσεται η στρατιωτική τους δύναμη, προκαλεί την ανάδειξη της κουλτούρας του Δυτικού Χάλστατ, στη λεγόμενη Εποχή του Χαλκού, και αργότερα μεταλλάσσεται στον πολιτισμό του Λα Τεν, εγκαινιάζοντας την Εποχή του Σιδήρου.

Η πλειοψηφία των τοποθεσιών όπου βρίσκονται οι μεγάλιθοι είναι κοντά στις ακτές της θάλασσας. Γι’ αυτό γίνεται μνεία για λαούς της θάλασσας όταν μιλάμε για τους κατασκευαστές των μεγαλιθικών μνημείων. Είναι αξιοσημείωτο αυτό που συνέβη στο βουνό Σαιν Μισέλ (Γαλλία) την εποχή της χριστιανοποίησης της περιοχής: όταν οι χριστιανοί ξερίζωσαν τα Μενίρ -γιατί τα θεωρούσαν σατανικά κατασκευάσματα των παγανιστών- τα νερά της θάλασσας καταπόντισαν όλη την περιοχή, προκαλώντας τεράστιες καταστροφές και κάνοντας άγονη τη γη.

Ο Παραδοσιακός εσωτερισμός αναφέρεται με βεβαιότητα στην ύπαρξη της Ατλαντίδας, στη μέση του Ατλαντικού ωκεανού, όπου αναπτύχθηκε ένας πολιτισμός με μεγάλο πνευματικό ύψος. Αυτή η θεωρία, που μετά τις πρόσφατες ρωσικές έρευνες έχει σχεδόν επαληθευτεί από τη σύγχρονη γεωλογία, μπορεί να εξηγήσει κάποια σημαντικά αινίγματα.

Από την Ατλαντίδα, πριν τον παγκόσμιο Κατακλυσμό για τον οποίο μας μιλούν αναρίθμητες παραδόσεις σε όλο τον κόσμο, και συνεπώς πριν από το τέλος της τελευταίας εποχής των παγετώνων (1) στην Ευρώπη, μπορεί να ξεκίνησαν δυο μεγάλα μεταναστευτικά ρεύματα: το ένα ξεκίνησε από την βορειοανατολική ακτή της Ισπανίας (τη Γαλικία, όπου υπάρχουν μεγάλες συγκεντρώσεις μεγαλιθικών κατασκευών), διέσχισε την παγωμένη Ευρώπη μέχρι την μυθική Χώρα της Αρυαβάρτα (και έφτασε στην Ινδία μέσω του Ιράν και του Πακιστάν). Αυτοί θα ήταν οι μυθικοί Δρυίδες που προέρχονταν από τα μεγάλα Νησιά. Το άλλο, χιλιάδες χρόνια πριν, πέρασε από τη βόρεια Αφρική, την Αίγυπτο και Μικρά Ασία και έφτασε μέχρι την Ινδία, δημιουργώντας την Αρυαβάρτα (χώρα των Αρίων), κέντρο των σανσκριτικών γλωσσών (συγγενικών με τα ελληνικά, τα περσικά, κέλτικα και λατινικά. Αργότερα εξαπλώθηκε προς την Ευρώπη, μετά το λιώσιμο των πάγων, αποτελώντας τις γνωστές ιστορικά ινδοευρωπαϊκές μεταναστεύσεις. Αυτοί θα ήταν οι Δρυίδες που προέρχονταν από την βόρεια Ευρώπη.

Από την άλλη μεριά, και με δεδομένη τη σχέση των μεγάλιθων με την θάλασσα, μπορούμε να υποψιαστούμε ότι υπήρξαν αποικίες των Ατλάντων εγκατεστημένες κατά μήκος των ευρωπαϊκών ακτών. Αυτοί θα ήταν οι αυτόχθονες Δρυίδες, ιερείς ενός λαού πολύ προγενέστερου των Κελτών, άτλαντης ρίζας, που ίσως ήταν οι πρώτοι πραγματικοί κατασκευαστές των μεγάλιθων. Έχει προταθεί η θεωρία ότι αυτός ο λαός ήταν οι μυθικοί Λιγκούριοι, τους οποίους αναφέρουν, έστω και μέσα στην ομίχλη του θρύλου, μερικοί κλασικοί συγγραφείς, όπως ο Ιούλιος Καίσαρ και ο Αβιένους, καθώς και η λαογραφική παράδοση που διατηρείται στις τοποθεσίες “Λούγκ” (2). Οι Λιγκούριοι ήταν πιθανά ο αυτόχθων λαός που βρήκαν οι Κέλτες όταν εισέβαλαν στην Ευρώπη και φαίνεται βάσιμη η θεωρία που λέει ότι απορροφήθηκαν αργότερα από τους ίδιους τους Κέλτες, σε ιστορικούς πλέον χρόνους. Ο υποστηρικτής της θεωρίας, ο Καμίλ Τζούλλιαν, απέδειξε το 1971 ότι οι Λιγκούριοι κατοικούσαν στην Ευρώπη, από τα Πυρηναία ως το Ρήνο, πολύ πριν από την εμφάνιση των Κελτών.

Η εξάπλωση των Κελτών ακολούθησε τρεις διαφορετικούς δρόμους:

1. Ακολούθησαν το Δούναβη, με επιδρομές στις περιοχές των Σκύθων και της Μικράς Ασίας. Κατέστρεψαν το ιερό των Δελφών και οι Αθηναίοι αναγκάστηκαν να καταφύγουν στα τείχη της Ακρόπολης. Αιώνες πριν ήταν οι Πελασγοί ή λαοί της θάλασσας, οι οποίοι, εκτός από απομονωμένες περιοχές, όπως της Αλβανίας, εξαφανίστηκαν, συγχωνευμένοι με τους Έλληνες. Στη Μακεδονία έμεινε όμως η σημαντική  φυλετική τους επίδραση, αλλά με τον Φίλιππο και τον Μεγάλο Αλέξανδρο ολοκληρώθηκε πλήρως η συγχώνευση αυτή.

2. Προς την κοιλάδα του ποταμού Πο, έφθασαν στη Ρώμη και τη λεηλάτησαν. Σχημάτισαν τη Γαλατία της περιοχής των Άλπεων.

3. Πήγαν προς τα βορειοδυτικά, στους Κασσίτερους Νήσους, γεννώντας τη Βρετανία και την Ιρλανδία. Σε αυτές όμως τις περιοχές, όπως είπαμε, από την 3η χιλιετία π.Χ. τουλάχιστον, υπήρξαν ήδη οι Δρυίδες, πνευματικοί και πολιτικοί ηγέτες και εμπνευστές -ή ίσως απλώς συντηρητές μιας αρχαιότερης παράδοσης (ίσως της Ατλαντίδας) των πολιτισμών των Μεγάλιθων, καθοδηγώντας τους αρχέγονους Λιγκούριους.

Η εξάπλωση των Κελτών φαίνεται σαν να αναζητούσε ορισμένες περιοχές: Μικρά Ασία, Γαλικία, Ιρλανδία και Βρετανία και πέρασαν μερικούς αιώνες με μεταναστεύσεις, ψάχνοντας ίσως για κάποιο “χαμένο παράδεισο”, με οδηγούς τους Δρυίδες. Και υπάρχει το ερωτηματικό, μήπως αναζητούσαν τα μέρη των λεγόμενων αυτοχθόνων Δρυίδων, δηλ. εκείνων που πιθανόν, σύμφωνα με την υπόθεση που εκθέσαμε πριν, ζούσαν στην Ευρώπη πριν από τον τελευταίο καταποντισμό της Ατλαντικής Ποσειδωνίας σαν απόγονοι Ατλάντων αποικιών;

Η Οδοιπορία του Αγίου Ιακώβου ξεκίνησε στην Γαλικία 20 αιώνες πριν από την Καθολική Εκκλησία, η οποία, όπως και σε πολλά άλλα παραδοσιακά στοιχεία της αρχαίας θρησκείας, απλώς αναβίωνε, μια παλιά λαογραφική πίστη, με το να την εκμεταλλεύεται.

Η συνάντηση των Κελτών με τον κόσμο των Δρυίδων φαίνεται ότι διαμόρφωσε πολύ γρήγορα μια ένωση όπου αναμιγνύονταν παρόμοια στοιχεία της θρησκείας του Φωτός και της Φωτιάς, κοινά εξ άλλου στον Ινδοάρειο κόσμο. Αυτό το γεγονός ήταν που βοήθησε σε μεγάλο βαθμό, τη θεμελίωση εκείνης της μεγάλης Κέλτικης Ομοσπονδίας, που αργότερα συγκρούστηκε και καταστράφηκε από τη Ρωμαϊκή εισβολή επί Καίσαρα.

Ανάμεσα σε αυτούς τους “λαούς της Φωτιάς”, με ηλιακές θρησκείες, των οποίων έναν κλάδο αποτελούσαν οι Κέλτες, συναντάμε και τους Χετταίους, τους Ίωνες, τους Πέρσες, τους Δωριείς, τους Αχαιούς, τους Κιμμέριους του Εύξεινου Πόντου, τους Ινδο- Αρίους του Γάγγη, τους Ούμβριους του Λατίου κλπ. Κάποτε προήλθαν όλοι από έναν κεντρικό κόσμο, σε μια προϊστορική προκατακλυσμιαία εποχή, αλλά με την πάροδο του χρόνου και τις διαδοχικές μεταναστεύσεις χωρίστηκαν σε πολλούς κλάδους, οι οποίοι παρά την θρησκευτική ομοιότητα και την κοινή ανθρωπολογική τους ενότητα, βλέπουμε να αλληλοσπαράζονται πολλές φορές στους γνωστούς ιστορικούς χρόνους.

Όμως, οι κοινές μυστηριακές θρησκευτικές ρίζες διατήρησαν στις χιλιετηρίδες ένα κάπως ενιαίο μυητικό ιερατείο, του οποίου αποτελούσαν μέρος οι προ-Κέλτες Δρυίδες, που είχε διασυνδέσεις με όλο τον ινδοευρωπαϊκό κόσμο. Γι’ αυτό δεν πρέπει, για παράδειγμα, να παραξενέψει κανέναν το γεγονός ότι ο Πυθαγόρας, ο Ίωνας μεγάλος φιλόσοφος και Μύστης, διδάχτηκε κάποια στιγμή στη Γαλλία από τους Δρυίδες. Έτσι το αναφέρουν οι αρχαίοι ιστορικοί, ανάμεσά τους ο Ωριγένης, ο Αλέξανδρος Πολυίστωρ, ο Αμιανός Μαρκελίνος (βιβλίο 15-51), ενώ ο Πλάτωνας και ο Αριστοτέλης τους θεωρούσαν ίσους με τους Χαλδαίους Μάγους, τους Πέρσες και τους Αιγυπτίους Μύστες.

Στο δεύτερο μέρος του άρθρου θα δούμε μερικά στοιχεία της Δρυιδικής γνώσης, εκείνης της θαυμάσιας μαγικής επιστήμης, που καθρεπτίστηκε στις μεγαλιθικές τους κατασκευές. Αυτές οι αινιγματικές κατασκευές ακόμα και σήμερα εξακολουθούν να είναι εν ενεργεία, προκαλώντας μας τεράστιο σεβασμό, περιέργεια και έκπληξη.

συνέχεια στο Β μέρος